- αναρριπίζω
- (AM ἀναρριπίζω)νεοελλ.ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώμσν.διασκορπίζω στον αέρααρχ.1. κάνω αέρα με κάτι2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω3. (για πτηνά) φτερουγίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω».ΠΑΡ. νεοελλ. αναρρίπιση. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.